συγκεφαλαιωτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A summing up, ἐπιστήμη Stoic. 3.64, Andronic.Rhod.p.578 M., cf. Eust.1521.19.
German (Pape)
[Seite 967] ή, όν, zusammenfassend in einer allgemeinen Uebersicht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεφᾰλαιωτικός: -ή, -όν, ὁ συγκεφαλαιῶν, ὁ περιληπτικῶς ἐκτιθέμενος τὰ σπουδαιότατα καὶ κύρια, ἡ ῥηθεῖσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτικὴ Εὐστ. 1521. 19.