λορδός
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ή, όν,
A bent backward, so as to be convex in front, opp. κυφός, Id.Fract.16, Art.48, Arist.IA707b 18.
Greek (Liddell-Scott)
λορδός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σῶμα κυρτὸν πρὸς τὰ ἐμπρὸς οὕτω πως ὥστε τὸ στῆθος νὰ ἐξέχῃ καὶ νὰ ἀποτελῇ κύρτωμα, ἀντίθ. τῷ κυφός, Ἱππ. Ἀγμ. 763, πρβλ. π. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 7. 7.