ὑδερικός
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
ή, όν,
A dropsical, διάθεσις Gal.8.380. Adv. -κῶς Id.15.167:—as Subst., ὁ ὑ. dropsical patient, Ruf. ap. Orib.7.26.129, Orib.9.42.1.
German (Pape)
[Seite 1172] wassersüchtig, ὑδερικὸν ἀῤῥώστημα, Wassersucht, Plut. Ant. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδερικός: -ή, -όν, (ὕδερος) ὑδρωπικός, διάθεσις Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ ὑδερικός, ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.