ὑποκρούω
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
English (LSJ)
A strike gently, [λίθον] χερμάδι APl.4.279; beat time, give the time, Plu.Dem.20; ὑ. τοῖς λέγουσι Longin.41.2. 2 sens. obsc., Ar.Ec.256 (with play on signf. 11.1), 618 (anap.). II metaph., break in upon, interrupt, c. acc., Id.Ach.38, Ec.588 (anap.), Alex. 32, Henioch.5.4, Plb.18.4.3: abs., ὑποκρούσας (sc. εἶπε) Pl.Erx.395e. 2 ὑπέσχοντο εἰς τὰ μηνιαῖα αὐτοῦ ὑποκροῦσαι ταύτην τὴν δόσιν to credit this payment to his monthly account, PFlor.132.10 (iii A. D.). III in Med., find fault with, attack, Ar.Pl.548 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1222] (s. κρούω), von unten od. leise klopfen, daran schlagen, auch wie ὑποκρέκω, von Saiteninstrumenten, die Saiten anschlagen, auch den Takt dazu schlagen, Plut. Dem. 20; dah. andeuten, sagen, Ar. Plut. 548, von Poll. νουθετῆσαι erkl., 9, 139; übrtr., in die Rede fallen, Alexis in B. A. 115, wo es ἐμποδίσαι erkl. wird, Aesch. 1, 35 im Gesetz; unterbrechen, Plat. Eryx. 395 e; λόγον Pol.; dah. antworten, widersprechen, βοᾶν, ὑποκρούειν, λοιδορεῖν τοὺς ῥήτορας Ar. Ach. 38, Schol. ἀντιλέγειν, ἐπὶ τῶν θορυβούντων λέγεται; τινί, Plut. u. a. Sp.; s. Phryn. in B. A. 68; Pol. 1, 7, 4,3; – entunzüchtigen Sinne, wie κρούω, vom Beischlafe, Ar. Eccl. 256. 618.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκρούω: κρούω ἐλαφρῶς, Ἀνθ. Πλαν. 279· κτυπῶ τὸν χρόνον, δίδω τὸν χρόνον, Πλουτ. Δημοσθ. 20. ὑποκρ. τοῖς λέγουσι Λογγῖν. 41. 2. ΙΙ. μεταφορ., διακόπτω, μετ’ αἰτ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, Ἄλεξις ἐν «Βοστρ.» 1· οὕτως ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 256, 588 (ἐν στίχῳ 618 μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς αἰσχρᾶς σημασίας τοῦ κρούω)· ἀπολ., ὑποκρούσας (δηλ. εἶπε) Πλάτ. Ἐρυξ. 395Ε. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, εὑρίσκω ἐλλείψεις εἴς τινα, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, Ἀριστοφ. Πλ. 548.