στροβητός
From LSJ
καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
English (LSJ)
ή, όν,
A wheeled round or about, Luc.Trag. 12. Adv. -τῶς Hsch.
German (Pape)
[Seite 954] herumgedreht, gewaltsam bewegt, Luc. Tragodop. 199.
Greek (Liddell-Scott)
στροβητός: -ή, -όν, γυριστός, στρημμένος, Λουκ. Τραγ. 12. - Ἐπίρρ. στροβητῶς, «τεταραγμένως» Ἡσύχ.