ἄζυμος
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ον,
A without process of fermentation, Pl.Ti.74d:—of bread, unleavened, ἄρτος Hp.Vict.3.79, Trypho Fr. 117; ἄρτους ἀ., ἄζυμα λάγανα, LXX Ex.29.2, Le.2.4: abs., ἄζυμα, τά, Ex.12.15; τὰ ἄ. the feast of unleavened cakes, Ev.Marc.14.1; ἡ ἑορτὴ τῶν ἀ. LXX 2 Ch.8.13,al., Ev.Luc.22.1.
German (Pape)
[Seite 43] ungesäuert, ἄρτος Athen. III, 109 b; ἡμέραι τῶν ἀζύμων, das Fest der ungef. Brode, N. T. Uebertr., κρᾶσις Plat. Tim. 74 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἄζῠμος: -ον, ὁ ἄνευ ζύμης ἢ ζυμώσεως, Πλάτ. Τίμ. 74D: ― ἐπὶ ἄρτου, ἄζυμος ἄρτος, Ἀθήν. 109Β. ἄρτοις ἀζ., ἄζυμα λάγανα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. κθ΄, 21. Λευϊτ. β΄, 4): ― ἀπολ. ἄζυμα, τά· Ἔξοδ. ιβ΄, 15· ἀλλὰ τὰ ἄζυμα = ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, Εὐαγγ. Μάρκ. ιδ΄, 1. Εὐαγγ. Λουκ. κβ΄, 1.