ἀναχέω
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
A pour forth, ποταμούς Ph.1.50; cause to overflow, θάλασσαν Opp.H.2.33:—Pass., to be poured out, Anacr.42; of floods, Max. Tyr. 8.7; to be spread over a wide space, Arist.Pr.944a27, Mu.393a20, Arr.An.6.18.5: metaph., of a rumour, Plu.Aem.24. 2 metaph., relax, ἡ χάρις ἀναχεῖ τὴν ψυχήν Ph.1.104; ἡ γνῶσις ἀναχεῖται εἰς ἀγνωσίαν is dissipated, dissolved, Dam.Pr.29. 3 Med., aor. ἀναχέασθαι anoint oneself, Gal.Thras.46. II = ἀναχώννυμι, Orph.A.568 (tm.), cf. 724.
German (Pape)
[Seite 215] (s. χέω), darauf gießen; pass., von Flüssen, sich ergießen, Plut.; übh. sich ausbreiten, φλόγες ἀνακεχυμέναι Ath. XI, 474 d; φήμης ἀναχεομένης ἐς τὸ πλῆθος, als sich das Gerücht unter das Volk verbreitete, Plut. Aem. P. 24; γαλήνη εἰς ἅπαντας ἀναχεομένη Non posse suav. v. s. Epic. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχέω: μέλλ. -χεῶ, χύνω ἐν ἀφθονίᾳ ἢ ἐπάνω, ἀνέχευε καὶ ἐξέστεψε θάλασσαν Ὀππ. Ἁλ. 2. 33: - παθ., χύνομαι ἐπάνω, ἐξαπλοῦμαι εἰς μεγάλην ἔκτασιν, Ἀριστ. Προβλ. 26. 34, π. Κόσμ. 3. 8. ΙΙ. = ἀναχώννυμι Ὀρφ. Ἀργ. 568 (ἐν τμήσει), πρβλ. 724.