ἀτόρητος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ον,
A not to be pierced, invulnerable, Nonn.D.14.380.
German (Pape)
[Seite 388] nicht zu durchbohren, Nonn. D. 14, 380.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτόρητος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ διατρυπήσῃ, ἄτρωτος, Νόνν. Δ. 14. 380.