ἐγκοιμητήριος
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
α, ον,
A for sleeping on, ψίαθοι Poll.6.11: -τήριον, τό, grave, BSA18.145 (Beroea, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 709] worauf man schläft; ψίαθοι Poll. 6, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοιμητήριος: -α, -ον, ἐφ᾿ οὗ κοιμᾶταί τις, «τὰς δὲ ἐγκοιμητηρίας ψιάθους χαμεννίας ἐκάλουν» Πολύδ. ϛʹ, 11.