χαμαιμυρσίνη
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ἡ,
A = μυρσίνη ἀγριά, Plin.HN15.27, 23.165, prob. to be read for sq.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιμυρσίνη: ἡ, ἡ μικρά, χαμαίζηλος μυρσίνη, = ὀξυμυρσίνη, ὃ ἴδε.