σκυτεία

Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

Ion. σκῡτ-είη, ἡ,

   A shoemaking, Hp.Art.53 (σκυτίης cod. B), Poll.7.80; also σ. τέχνη Man.4.321.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτεία: ἡ, ὑποδηματοποιία, Ἱππ. 820D (κοινῶς: σκυτίης), Πολυδ. Ζ΄, 80· ὡσαύτως, σκ. τέχνη, Μανέθων 4. 321.