ἀντοχεύς
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
πόρπαξ ἀσπίδος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 265] ὁ, Handhabe, wie ἀντιλαβεύς, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντοχεύς: έως, ὁ, «ἀντιλαβεὺς» Ἡσύχ. - «πόρπαξ ἀσπίδος», ὁ αὐτ.