μελανόθριξ
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ,
A black-haired, Hp.Epid.1.19, Arist.GA786a25.[accentuation edited HD]
German (Pape)
[Seite 119] τριχος, schwarzhaarig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας τρίχας, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ., κτλ.