ἐγκατοικοδομέω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A to build in a place, Th.3.18 (Pass.). II build in, immure, εἰς ἔρημον οἰκίαν Aeschin. 1.182:—metaph. in Pass., ὁ [ἀὴρ] ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist. de An.420a9, cf. Porph.Abst.4.3.
German (Pape)
[Seite 706] 1) darin, darauf erbauen; φρούρια ἐπὶ τῶν κρατερῶν Thuc. 3, 18. – 2) in ein Gebäude einschließen; εἰς ἔρημον οἶκον Aesch. 1, 182, u. Sp.; Plut. Aemil. 8, vom Getreide. – Uebertr, ἀὴρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist. anim. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 3. 18. ΙΙ. περικλείω, ἐγκλείω, εἰς ἔρημον οἰκίαν Αἰσχίν. 26. 8: ― μεταφ. ἐν τῷ παθ., ὁ ἀήρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 9.