αὐτογενής
τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress
English (LSJ)
ές,
A self-produced, δαίμων v. l. in Herm. ap. Stob.1.49.44, cf. Ph.1.618, Max.Tyr.16.6, Procl. in Prm.p.893 S., Orph.Fr. 245.8. 2 αὐτογενές, τό, = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; ὀστοῦν αὐ., = κολοκυνθίς, ib.176. II sprung from the same stock, kindred, A. Supp.8 (cj. Bamberger for αὐτογένητον).
German (Pape)
[Seite 396] ές, 1) dasselbe, Sp. – 2) von denselben Eltern geboren, Aesch. Suppl. 8, wo Wellauer
Greek (Liddell-Scott)
αὐτογενής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ γεννηθείς, αὐτογέννητος, δαίμων Στοβ. Ἐκλογ. 1. 972˙ - φυσικός, ἔμφυτος, αἰδὼς Χριστοδ. Ἔκφρ. 339. ΙΙ. ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους γεννηθείς, συγγενής, αὐτογενεῖ φυξανορίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 9 κατὰ Bamberger ἀντὶ τοῦ αὐτογένητον φυλαξάνοραν τῶν χειρογράφων. Ὁ Paley ἑρμηνεύει τὸ χωρίον: «τῇ ἑκουσίᾳ ἡμῶν ἀποχωρήσει ἀπὸ συζυγίας μετ’ ἀνδρός»˙ ἀλλ’ ἴδε Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 430.