ἀπρόσκοπτος
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
English (LSJ)
ον,
A without offence, IG14.404. Adv. -τως without stumbling, τρέχειν Eust.925.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσκοπτος: -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, ἄμεμπτος, Ἀνδρόβιος Λύκιος ναύκληρος ἔζησε ἀπρόσκοπτος ἔτη λς΄ Συλλ. Ἐπιγρ. 5625. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ. Λειτ. τ. 6. 993, 15.