ἀπαραχώρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not giving ground, staunch, Plb.1.61.3. Adv. -τως, διακεῖσθαι περί τινος Id.5.106.5. 2 refusing to retire, unyielding, τὸ ἀ. τῆς ἐξουσίας D.H.10.19; φιλαρχία ἀ. 10.54, cf. Plu. 2.10a. II Pass., not permitted, Sch.Opp.H.5.416.
German (Pape)
[Seite 280] nicht ausweichend, standhaft, Pol. 1, 61 u. Sp.; ἀπαραχωρήτως διακεῖσθαι περὶ τῶν πρωτείων, Niemand weichen wollen, Pol. 5, 106; unnachgiebig, Plut. ed. lib. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραχώρητος: -ον, ὁ μὴ παραχωρῶν, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Πολύβ. 2. 61, 3: ― Ἐπίρρ. -τως, διακεῖσθαι περί τινος ὁ αὐτ. 5. 106, 5. ΙΙ. ἀνένδοτος, Διον. Ἁλ. 10. 19, Πλούτ. 2. 10Α.