διαπρέπεια
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ἡ,
A magnificence, Aq.Ps.28(29).2,al.
German (Pape)
[Seite 598] ἡ, die Pracht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρέπεια: ἡ, μεγαλοπρέπεια, Ἑβδ. Ἀκύλ. καὶ Σύμμαχ. Δευτερ. λγ΄, 17, Ψαλμ. κη΄, 2, ρθ΄, 3.