ἀπαγωγός
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
όν,
A leading away, diverting, λύπης Gorg.Hel.10, cf. Iamb.Myst.2.5.
German (Pape)
[Seite 274] abführend, vertreibend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰγωγός: -όν, ὁ ἀπάγων, ὁ ἀπομακρύνων, «αἱ γὰρ ἔνθεοι διὰ λόγων ἡδοναί, ἐπαγωγοὶ μὲν ἡδονῆς, ἀπαγωγοὶ δὲ λύπης γίνονται», Γοργ. Ἐγκώμ. Ἑλ. 95.