ἀπαγωγός

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰγωγός Medium diacritics: ἀπαγωγός Low diacritics: απαγωγός Capitals: ΑΠΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: apagōgós Transliteration B: apagōgos Transliteration C: apagogos Beta Code: a)pagwgo/s

English (LSJ)

ἀπαγωγόν, leading away, diverting, λύπης Gorg.Hel.10, cf. Iamb.Myst.2.5.

Spanish (DGE)

-όν
que aparta c. gen. αἱ ... ἐπῳδαὶ ... ἀπαγωγοὶ λύπης γίνονται Gorg.B 11.10, cf. Iambl.Myst.2.5.

German (Pape)

[Seite 274] abführend, vertreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰγωγός: -όν, ὁ ἀπάγων, ὁ ἀπομακρύνων, «αἱ γὰρ ἔνθεοι διὰ λόγων ἡδοναί, ἐπαγωγοὶ μὲν ἡδονῆς, ἀπαγωγοὶ δὲ λύπης γίνονται», Γοργ. Ἐγκώμ. Ἑλ. 95.

Greek Monolingual

-ό (Α ἀπαγωγός, -όν)
αυτός που απομακρύνει κάτι.