πέλτη
English (LSJ)
Dor. πέλτα Tab.Heracl. 1.5, 2.4 : ἡ :—
A small light shield of leather without a rim, orig. Thracian, Hdt.7.75 ; Θρῃκίας π. ἄναξ E.Alc. 498, cf. Ba. 783, Ar. Lys. 563, IG12.282.120, PCair.Zen.14(b)12 (iii B. C.), etc. ; π. Ἀμαζονική Plu.Pomp. 35. 2 body of πελτασταί, E.Rh.410. 3 horse's ornament, ib. 305. II = παλτόν, shaft, pole, X.An. 1.10.12 : expld. by δόρυ, ἁκόντιον, Hsch., by λόγχη, Suid.
German (Pape)
[Seite 552] ἡ (πάλλω?), 1) ein kleiner, leichter Schild, ohne Schildrand, ἴτυς, nach Tim. lex. Plat. u. Schol. Plat. Legg. VII (51, 21), der aus Arist. erkl. ἥτις ἴτυν οὐκ ἔχει οὐδ' ἔστιν ἐπίχαλκος οὐδὲ βοὸς ἀλλ' αἰγὸς δέρματι περιτεταμένη, Letzteres wohl zu eng; vgl. übrigens Phot.; zuerst führten ihn die Thracier, ζαχρύσου Θρᾳκίας πέλτης ἄναξ, Eur. Alc. 501, u. öfter im Rhes.; πέλτας ὅσοι πάλλουσιν, Bacch. 782; unter den Griechen führte ihn Iphikrates zuerst ein, vgl. Xen. Hell. 4, 4, 16 u. 5, 12, wie Lennep Phalar. p. 204; πέλτην σείειν, Ar. Lys. 563; Plat. Prot. 350 a Legg. VIII, 834 a u. Folgende, wie Plut. Artax. 24. – Eine Schaar leichtbewaffneter Krieger, Eur. Rhes. 410. – 2) Bei Xen. An. 1, 10, 12, τὸ βασίλειον σημεῖον, ἀετόν τινα χρυσοῦν ἐπὶ πέλτης ἀνατεταμένον, ist es eine Stange, Lanze, wie es auch in VLL. λόγχη, δόρυ erkl. wird; vgl. Philostr. imagg. 2, 32. – 3) ein Pferdeschmuck soll es Eur. Rhes. 305 sein.
Greek (Liddell-Scott)
πέλτη: ἡ, μικρὰ ἐλαφρὰ ἀσπὶς ἄνευ ἴτυος, γύρου, Λατ. pelta, cetra, πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξίν, Ἡρόδ. 7. 75, πρβλ. 89· Θρῃκίας π. ἄναξ Εὐρ. Ἄλκ. 498, πρβλ. Βάκχ. 783, Ἀριστοφ. Λυσ. 563, κτλ.· π. Ἀμαζονική Πλουτ. Πομπ. 35· περὶ τοῦ σχήματος αὐτῆς ὅρα Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) σῶμα πελταστῶν Εὐρ. Ρῆσ. 410· πρβλ. ἀσπὶς Ι. 2, λόγχη ΙΙΙ. 3) κόσμημά τι ἵππου, αὐτόθι 305. ΙΙ. = παλτόν, κοντός, «κοντάρι», Ξεν. Ἀνάβ. 1. 10, 12· ἑρμηνεύεται διὰ τῶν λέξεων δόρυ, ἀκόντιον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., καὶ διὰ τοῦ λόγχη ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.