ἀνθοβαφής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A bright-coloured, στρωμνή Antyll. ap. Orib.9.14.7, cf. Ph.2.274; ἐσθής S.E.P.1.148; πέδιλα Luc.Am.41; γῆ IG7.1802.
German (Pape)
[Seite 232] ές, buntgefärbt, Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοβᾰφής: -ές, ὁ βεβαμμένος εἰς χρῶμα ἀνθηρόν, ἔχων λαμπρὸν χρῶμα, στρωμναὶ ἀνθοβαφεῖς παντοίων χρωμάτων Φίλων τ. 2, σ. 478. 44· ἐσθὴς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 148· πέδιλα Λουκ. Ἔρωτ. 41.