ἀλληλουχία
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ἡ,
A holding together, conjunction, Longin.36.4; coherence,Epicur.Nat.2.993.5; continuity, opp. παράθεσις, Theol.Ar.4 ; τάξις καὶ ἀ. Procl.Inst.97, cf. Dam.Pr. 85 ; κόσμου Iamb.Protr.21.ιζ; close texture, consistency, Gal.14.12 ; κτηδόνων Dsc.5.127 ; mutual support, of words in composition, D.H. Comp.23.
German (Pape)
[Seite 103] Zusammenhang, D. Hal. C. V. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληλουχία: ἡ, τὸ ἀμοιβαίως συνέχεσθαι, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 202, Schäf, κτηδόνων, Διοσκ. 5. 144.