λειριώδης
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ες,
A like a lily, εὐωδία Thphr.HP3.13.
German (Pape)
[Seite 26] ες, = λειριοειδής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λειριώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κρίνον, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 6.