λειριοειδής
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
German (Pape)
[Seite 26] ές, lilienartig, -ähnlich, Diosc.
Greek Monolingual
-ές (Α λειριοειδής, -ές) λείριον
αυτός που μοιάζει με κρίνο.