λειριοειδής

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

German (Pape)

[Seite 26] ές, lilienartig, -ähnlich, Diosc.

Greek Monolingual

-ές (Α λειριοειδής, -ές) λείριον
αυτός που μοιάζει με κρίνο.