δονακῖτις
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A of reed, ψήκτρα AP6.307 (Phan.). II Subst., = λευκὴ ἄκανθα, Ps.-Dsc.3.12.
German (Pape)
[Seite 656] ιδος; ψήκτρα, von Rohr, Phani. 6 (VI, 307).
Greek (Liddell-Scott)
δονακῖτις: -ιδος, ἡ, ἐκ καλάμου ψήκτρα Ἀνθ. Π. 6. 307· ὡς οὐσιαστ. = λευκὴ ἄκανθα, Διοσκ. 3. 14.