φαυλισμός
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ὁ, = foreg., ib. Is.51.7, al.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Geringschätzung, Verachtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φαυλισμός: ὁ, ἐξευτελισμός, καταφρόνησις, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΝΑ΄, 7, κ. ἀλλ.).