ὑπέρεισμα
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ατος, τό,
A under-prop, support, Arist.PA655a10, Chrysipp.Stoic.2.168, Plu.2.132a, Sm.Ps.53(54).6.
German (Pape)
[Seite 1194] τό, untergesetzte Stütze, Unterlage; Arist. partt. an. 2, 9; Plut. de Is. et Os. 52; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρεισμα: τό, ὑποστήριγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 10, Πλούτ. 2. 132Α.