βάλαγρος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ὁ, a fresh-water fish, prob. a kind of
A carp, Arist.HA 538a15.
Greek (Liddell-Scott)
βάλαγρος: ὁ, εἶδος ἰχθύος ζῶν ἐντὸς γλυκέων ὑδάτων, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 11, 7.