θίγμα
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ατος, τό,= foreg., IGRom.4.503.11 (Pergam.). II = μίασμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1212] τό, Berührung, Ansteckung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θίγμα: τό, ψαῦσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ μίασμα.