Full diacritics: τροφικός | Medium diacritics: τροφικός | Low diacritics: τροφικός | Capitals: ΤΡΟΦΙΚΟΣ |
Transliteration A: trophikós | Transliteration B: trophikos | Transliteration C: trofikos | Beta Code: trofiko/s |
ή, όν,
A nursing, tending, ἡ -κή (sc. τέχνη) Poll.7.209; τὰ τ. ὄργανα the alimentary organs, Gal.9.392.
τροφικός: -ή, -όν, ὁ τρέφων, εἰς τὸ τρέφειν ἀνήκων· - ἡ τροφικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 209.