ἔμπηξις
From LSJ
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
εως, ἡ,
A impaction, Gal.2.738. II solidification, Meno Iatr.15.33. 2 in concrete sense, ἔ. ὑμενώδης, of the χόριον, Porph.Gaur.10.3.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, das Hineinstecken, Anheften, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπηξις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπηγνύειν, ἐμπήγειν, γόμφωσις συνάρθρωσίς ἐστι κατ’ ἔμπηξιν Γαλην. τ. 4. σ. 11Β. ΙΙ. πῆξις, πάγωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12. 9.