σύγγαμβροι

From LSJ
Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγγαμβροι Medium diacritics: σύγγαμβροι Low diacritics: σύγγαμβροι Capitals: ΣΥΓΓΑΜΒΡΟΙ
Transliteration A: sýngambroi Transliteration B: syngambroi Transliteration C: syggamvroi Beta Code: su/ggambroi

English (LSJ)

οἱ,

   A the husbands of two sisters, Poll.3.32, etc.: sg., brother-in-law, PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), MAMA3.493 (Corycus); = congener, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σύγγαμβροι: οἱ, ὡς καὶ νῦν, ὁμόγαμβροι, «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες ὁμόγαμβροισύγγαμβροιμᾶλλον συγκηδεσταὶ» Πολυδ. Γ΄, 32, κτλ.· - ἐντεῦθεν ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, αὐτόθι· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722).