πρωθύστερος
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
ον,
A hindmost foremost, last first, π. ὁ τρόπος Sch.E.Or.702: neut.,= ὕστερον πρότερον, Sch.E.Ph.887, etc.
Greek (Liddell-Scott)
πρωθύστερος: -ον, ὁ ὕστερος πρῶτος, πρ. ὁ τρόπος Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = ὕστερον πρότερον, σχῆμα λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ.