Λύκειον
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A the Lyceum, a gymnasium at Athens, named after the neighbouring temple of Apollo Λύκειος, Ar.Pax356, X.HG1.1.33: a resort of Socrates, Pl.Euthphr.2a, Euthd.271a; here Aristotle used to discourse, whence his disciples were called Λύκειοι Περιπατητικοί, Elias in Cat.112.31. II λύκειον, v. λύκιον 1.2.
Greek (Liddell-Scott)
Λύκειον: [ῠ], τό, γυμνάσιον ἢ δημοσία παλαίστρα ἔχουσα ἐστεγασμένους περιπάτους ἐν τῷ ἀνατολικῷ προαστείῳ τῶν Ἀθηνῶν, κληθεῖσα ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ γείτονος ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 357, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 33. Ἐνταῦθα ἐσύχναζεν ὁ Σωκράτης, Πλάτ. Εὐθύφρων 2 Α, Εὐθύδ. 271 Α˙ ἐνταῦθα δὲ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης συνείθιζε νὰ διδάσκῃ ἢ ὁμιλῇ περιπατῶν, διὸ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐκλήθησαν Λύκειοι Περιπατητικοί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοτ. Σ. 24. 9 Brandis.