εἰκοσέτης
From LSJ
English (LSJ)
ον, ὁ,
A = εἰκοσαετής, BMus.Inscr.2.390 (Cypr.):—fem. εἰκοσ-ετίς, ίδος, ἡ, AP 7.166 (Diosc. or Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 727] ὁ, zwanzigjährig, Anth. VIII, 123. Aber εἰκοσέτους σωθέντος Ὀδυσέος, nach zwanzig Jahren, Lucill. 12 (XI, 77).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοσέτης: ὁ, = εἰκοσαετής, Ἀνθ. Π. 8. 123· θηλ. -έτις, ιδος, αὐτόθι 7, 166.