χλιδωνόπους
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -ποδος,
A with ornaments on the feet, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1359] ποδος, ὁ, ἡ, kostbaren Schmuck um die Füße tragend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χλῐδωνόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κοσμήματα εἰς τοὺς πόδας, «χλιδωνόπουν· χλίδωνας περὶ τοὺς πόδας ἔχοντα, τουτέστι περισκελίδας» Ἡσύχ.