σφιγμός
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
German (Pape)
[Seite 1051] ὁ, = σφίγξις, Math. vett.
Greek (Liddell-Scott)
σφιγμός: ὁ, = σφίγξις, Ἀπολλόδωρ. Πολιορκ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 25 κατὰ τὸν Schneid.· ― μεταφορ. παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 179. 54., 333. 13.