παροπλίζω
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
pf.
A -ώπλικα D.S.4.10 :—disarm, Plb.2.7.10, etc. :— Med., 2sg. Ep. aor. -οπλίσσαιο Numen. ap. Ath.7.306c :—Pass., Plu. Cat.Mi.68.
German (Pape)
[Seite 527] entwaffnen; Pol. 2, 7, 10; παρωπλικέναι τὴν πόλιν, D. Sic. 4, 10; auch pass., 14, 67; Plut. Cat. min. 68. – Das med. in act. Bdtg, Numen. bei Ath. VII, 306 c.
Greek (Liddell-Scott)
παροπλίζω: μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - ἀφοπλίζω, Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68.