βιοπλανής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A wandering to get one's living, a beggar, βιοπλανές (poet. nom. pl. for -πλανέες) Call. Fr.497: neut. sg. βιοπλανες Hdn. Gr. ap. Et.Gen., A.D.Pron.93.8.
German (Pape)
[Seite 445] ές, umherirrend seinen Lebensunterhalt suchend, Callim. frg. in B. A. 1253; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βιοπλᾰνής: -ές, πλανώμενος ὅπως πορισθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἐπαίτης, βιοπλανὲς (ποιητ. ἀντὶ -πλανέες) Καλλίμ. ἐν Α. Β. 1253.