δυσάρμοστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A ill-united, Id.Eum. 13; insecure, πύργος App. Mith.34.
German (Pape)
[Seite 676] schlecht verbunden; App. Mithrid. 84; uneinig, Plut. Eum. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάρμοστος: -ον, κακῶς ἡρμοσμένος, μὴ προσαρμοζόμενος, Πλούτ. Εὐμ. 13, Ἀππ. Μιθρ. 34.