ἀπαράπειστος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ον,
A not to be seduced, D.H.8.61.
German (Pape)
[Seite 279] nicht durch Zureden abzubringen, unbestechlich, D. Hal. 8, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61.