ἀστυνομέω
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
A to be an ἀστυνόμος, D.Prooem.55, OGI483.1 (Pergam.), IG11(4). 1145 (Delos). 2 at Rome, to be praetor urbanus, D.C.42.22.
German (Pape)
[Seite 379] ein Astynomos sein, Dem. prooem. 55; bei Dio Cass. Aedil sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠνομέω: εἶμαι ἀστυνόμος, Δημ. 1461. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 2085 i, k, κ. ἀλλ.: ― ἐν Ρώμῃ, εἶμαι πραίτωρ, Δίων Κ. 42, 22.