ξυλοτρόφος
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
ον,
A producing timber, ὄρη Str.Chr.4.21.
German (Pape)
[Seite 281] Holz nährend, tragend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων ξύλα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ.