ὄα
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
(A), ἡ,
A service-tree, Sorbus domestica, Thphr., etc.: ὄα in Hsch., but codd. of Thphr. have ὄη in HP2.2.10 ; ὄα in 2.7.7 ; ὄη in 3.12.9, 3.15.4, CP3.1.4 ; οὔα in HP3.6.5. II its fruit was ὄον, τό, sorbapple, or service-berry, which was split and pickled for use, Pl.Smp. 190d, Dsc.1.120 :—in Pl.l.c. codd. have ὠϊά, ὠά, and in Dsc. οὖα, which latter form also occurs in Hp.Vict.2.55, Thphr.HP3.2.1, CP 2.8.2 ; ὄη τὸ δένδρον, ἧς ὁ καρπὸς ὄα καλεῖται, ὑπὸ δὲ τῶν πολλῶν οὖα Gal.12.87.
ὄα (B) or ὀά, ἡ,=ὤα,
A hem or border, A.Fr.280A, Ar.Fr.228 ; σινδόνας . . αἳ ὄας ἔχουσιν prob. in CIG2860ii7 (Didyma), cf. Poll.7.62, Ael. Dion.Fr.266. II sheep-skin, v. ᾤα.
German (Pape)
[Seite 288] ἡ, = οἴα, Schaaffell, Poll. 7, 62. S. auch ὤα. ἡ, auch ὄη u. οἴη, der Sperberbaum, sorbus, seine Frucht, ὄον, Sperber- od. Arlesbeeren, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄᾱ: (Α), ἡ, τὸ δένδρον «σουρβιά», καὶ «σουρδουλιά», Λατ. sorbus, Θεόφρ., κτλ.· - ὄᾱ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ Ἀττ. τύπος, ἴδε Ἡσύχ., Ruhnk εἰς Τίμ. ἐν λ. ὄα· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφ. τοῦ Θεοφρ. μεγάλως ποικίλλουσιν: ὄη ἀπαντᾷ ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10., 3. 12, 9· ὄα εν 2. 7, 7· οἴη ἐν 3. 15, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4· οὖα ἐν π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 5. ΙΙ. ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο ὄον, τό, τὸ «σοῦρβον» καὶ «σούρδουλον», Λατ. sorbum, ὅπερ ἐσχίζετο καὶ ἐτίθετο εἰς ἅλμην πρὸς χρῆσιν, Πλάτ. Συμπ. 190D, Διοσκ. 1. 173· - παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ὠά, παρὰ δὲ τῷ Διοσκ. οὖα, ὁ δεύτερος δὲ οὗτος τύπος ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 360, 22, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2.