θεοκῆρυξ
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ῡκος, ὁ,
A divine herald: in pl., name of a family at Eleutherae claiming descent from Talthybius, Id.
Greek (Liddell-Scott)
θεοκῆρυξ: (ἢ -ήρυξ) ῡκος, ὁ θεῖος κήρυξ· θεοκήρυκες, οἰκογένειά τις ἐν Ἐλευθεραῖς ἀξιοῦσα ὅτι κατάγεται ἐκ τοῦ Ταλθυβίου, Ἡσύχ.: - ἐπὶ τῶν Ἀποστόλων, Ἐκκλ.