καινόω

Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(καινός)

   A make new, change, τὰ ἐπιβουλεύματα D.C.47.4; of language, D.H.Th.21:—Pass., of political changes, Th.1.71; καινοῦσθαι τὰς διανοίας in inventing new devices, Id.3.82, cf. Ph.1.326, 2.156.    II = καινίζω, use for the first time, handsel, Hdt.2.100.    III renew, φόβον Ph.2.78.

German (Pape)

[Seite 1295] neu machen; ἐπιβουλεύματα D. Cass. 47, 4; bei Thuc. 3, 82 wird τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας vom Schol. καινοτόμα εἶναι erkl., Neigung zu Neuerungen, Staatsveränderungen haben; bei Her. 2, 100 ποιησαμένην γάρ μιν οἴκημα καινοῦν τῷ λόγῳ, einweihen. Vgl. καινίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καινόω: (καινὸς) μεταβάλλω, ἀλλάσσω, τὰ ἐπιβουλεύματα Δίων Κ. 47. 4˙ ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 21. - Παθ., ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, Θουκ. 1. 71˙ καινοῦσθαι τὰς διανοίας, κλίσιν εἰς νεωτερισμοὺς καὶ μεταβολὰς ἐν τῇ πολιτείᾳ ἔχειν, ὁ αὐτ. 3. 82. ΙΙ. = ἐγκαινίζω, κάμνω τὰ ἐγκαίνια οἰκοδομῆς τινος, καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 2. 100. ΙΙΙ. ἀνακαινίζω, ἀνανεώνω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8790.