σήθω
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
PCair.Zen.761.3,4 (iii B.C.), Asclep. ap. Gal.13.244,342, BGU952.2 (ii/iii A.D.): aor. part.
A σήσας Hp.Mul.1.64:—Pass., aor. ἐσήσθην or ἐσήθην, Aret.CA1.4, Gp.3.7.2 (interpol. in Dsc.2.96): pf. σέσησμαι Hp.Morb.3.11, Int.3, Nat.Mul.34, Dsc.1.68; cf. ἐττημένος (also ἐσσημένος Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.)):—sift, bolt, ll.cc.
German (Pape)
[Seite 873] sieben, sichten, durchsieben, durchbeuteln; θάλασσαν δικτύοις, Sp.; übh. schütteln, rütteln, Lob. Phryn. p. 151; Her. hat σῶσι von σάω.
Greek (Liddell-Scott)
σήθω: (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-σήθω)· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω.