ἀνταποπέμπω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
German (Pape)
[Seite 244] dagegen wegschicken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποπέμπω: ἀνταποστέλλω, Ματθ. Ἀνέκδ. τ. 1, σ. 33.