γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
Ποίτιος: Ἀπέλλων (= Πύθιος Ἀπόλλων), Ἐπιγρ. Δρηρίων Κρήτης, Ραγκ. Ant. hel. 2477, = Déthier, Sitzungesber. d. Akad. zu Wieu (1859) XXX, σ. 431 κἑξ.